Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγκαθωτός
επίθετο 1 spinato αγκαθωτό σύρμα==filo spinato 2 spinoso αγκαθωτός θάμνος==cespuglio spinoso permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο αγκαθωτό σύρμα = filo [αρσ.] spinato Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |