Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγκελώνω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αγκυλώνω]

αγκυλώνω  
ρήμα μεταβατικό

pu`ngere; punzecchia`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγκαλιασμένος αγκίδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---