Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγκύλωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 medicina anchilo`si
2 incurvatu`ra

αγκύλωσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αγκύλωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγκυλώνω αγκυλωτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---