GrecoItaliano


αγκυροβόλι  
ουσιαστικό ουδέτερο

orme`ggio ~m~; ancora`ggio ~m~

αγκυροβόλιο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [αγκυροβόλι]

αγκυροβόλιον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [αγκυροβόλι]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AGKYROBOLI100}}
---CACHE---