Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγκυροβόλι
ουσιαστικό ουδέτερο orme`ggio ~m~; ancora`ggio ~m~ αγκυροβόλιο ουσιαστικό ουδέτερο variante di [αγκυροβόλι] αγκυροβόλιον ουσιαστικό ουδέτερο variante di [αγκυροβόλι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |