Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άγκυρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 a`ncora ~f~ ρίχνω άγκυρα==gettare l'ancora | σηκώνω άγκυρα==levare, tirare l'ancora
2 ((figurato)) mettere le ali

Άγκυρα  
κύριο όνομα θηλυκό

a`nkara ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγκυλωτός αγκυροβολημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---