Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγκυροβολώ  
ρήμα αμετάβατο

1 getta`re l'a`ncora; attracca`re; ormeggia`re
2 e`ssere all'a`ncora
3 ((figurato)) ancora`rsi; stabili`rsi in un luo`go; me`ttere radi`ci

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγκυροβόλιον αγκωνάρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---