Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγκίστρι
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [αγκίστρο ^-ου, το^] άγκιστρο ουσιαστικό ουδέτερο 1 amo ~m~ 2 unci`no ~m~; gancio ~m~ 3 grappa ~f~; rampi`no ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |