Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγκομαχάω
ρήμα αμετάβατο

variante di [αγκομαχώ]

αγκομαχώ  
ρήμα αμετάβατο

1 ansima`re; ave`re il fia`to grosso; ave`re l'affa`nno
2 rantola`re φτάσαμε αγκομαχώντας στην κορυφή του λόφου==giungemmo ansimanti in cima alla collina

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγκλουτινίνη αγκομαχητό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---