Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αγκιστρώνω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αγκιστρώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 aggancia`re all'amo
2 me`ttere l'esca all'amo
3 ((figurato)) inchioda`re

permalink
‹ αγκιστρωμένος
αγκίστρωση ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αγκινάρα {δύσχρ. αγ...
αγκίστρι {Αγκιστρίο...
άγκιστρο {αγκίστρ-ο...
αγκιστροειδής {αγκιστροε...
αγκιστρωμένος [επίθ.]
αγκιστρώνω {αγκίστρω-...
αγκίστρωση [θηλ.ουσ]
αγκιτάτορας [ουσ αρσ ]
αγκλίζω [ρ. μτβ.]
αγκλίτσα [θηλ.ουσ]
αγκλουτινίνη [θηλ.ουσ]
αγκομαχάω [ρ.αμτβ.]
αγκομαχητό [ουσ ουδ.]
αγκομαχώ {αγκομαχεί...
αγκούσα {χωρ. πληθ...
αγκουσεμένος [επίθ.]
αγκράφα {δύσχρ. αγ...
αγκρουμάζομαι aor ακρουμ...
αγκύλη {αγκυλών}
αγκύλι {αγκυλ-ιού...


{{ID:AGKISTRWNW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti