Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγκίδα  
ουσιαστικό θηλυκό

sche`ggia ~f~ (di legno)

αγκίθα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αγκίδα ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγκελώνω αγκινάρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---