Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγκαλιάζομαι
ρήμα παθητικό 1 abbraccia`rsi 2 abbranca`rsi αγκαλιάζω ρήμα μεταβατικό 1 abbraccia`re; stri`ngere a sé 2 ((figurato)) circonda`re; contene`re; abbraccia`re αγκαλιάζω με το βλέμμα==abbracciare con lo sguardo | η θάλασσα αγκαλιάζει το νησί==il mare circonda l'isola 3 ((figurato)) acco`gliere favorevolme`nte το κοινό αγκάλιασε την πρωτοβουλία μας==il pubblico ha accolto favorevolmente la nostra iniziativa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |