Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tentennàta (θηλ.ουσ) Teodòra (κύρ.όν. θηλ.)
tentennìo (ουσ αρσ ) Teodorìco (κύρ.όν. αρσ.)
tentennóne (αρσ. επίθ και ουσ) Teodòro (κύρ.όν. αρσ.)
tentennóni (επίρ.) Teodòsia (κύρ.όν. θηλ.)
tentóne (ουσ αρσ ) teodosiàno (επίθ.)
tentóni (επίρ.) Teodòsio (κύρ.όν. αρσ.)
tènue (ουσ αρσ ) teofanìa (θηλ.ουσ)
tènue (επίθ.) teofillìna (θηλ.ουσ)
tenueménte (επίρ.) Teòfilo (κύρ.όν. αρσ.)
tenuità (θηλ.ουσ) teofobia (θηλ.ουσ)
tenùta (θηλ.ουσ) Teofràsto (κύρ.όν. αρσ.)
tenutària (θηλ.ουσ) teogonìa (θηλ.ουσ)
tenutàrio (ουσ αρσ ) teogònico (επίθ.)
tenùto (επίθ.) teologàle (επίθ.)
tenzonàre (ρ.αμτβ.) teologìa (θηλ.ουσ)
tenzóne (θηλ.ουσ) teològico (επίθ.)
teobròma (θηλ.ουσ) teologizzàre (ρ.αμτβ.)
teobromìna (θηλ.ουσ) teòlogo (ουσ αρσ )
teocèntrico (επίθ.) teorèma (ουσ αρσ )
teocentrìsmo (ουσ αρσ ) teoremàtico (επίθ.)
teocràtico (επίθ.) teorètica (θηλ.ουσ)
teocrazìa (θηλ.ουσ) teoreticaménte (επίρ.)
Teòcrito (κύρ.όν. αρσ.) teorètico (αρσ. επίθ και ουσ)
teodicèa (θηλ.ουσ) teorìa (θηλ.ουσ)
teodolìte (ουσ αρσ ) teoricaménte (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: