Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


teòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [teˈɔlogo]

θεολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  teologizzare teorema  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

teogonico (επίθ.)
teologale (επίθ.)
teologia (θηλ.ουσ)
teologico (επίθ.)
teologizzare (ρ.αμτβ.)
teologo (ουσ αρσ )
teorema (ουσ αρσ )
teorematico (επίθ.)
teoretica (θηλ.ουσ)
teoreticamente (επίρ.)
teoretico (αρσ. επίθ και ουσ)
teoria (θηλ.ουσ)
teoricamente (επίρ.)
teoricità (θηλ.ουσ)
teorico (ουσ αρσ )
teorico (επίθ.)
teorizzare (ρ. μτβ.)
teorizzazione (θηλ.ουσ)
teosofia (θηλ.ουσ)
teosofico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---