Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


teoricità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [teoriʧiˈta]

1 θεωρητική ποιότητα
2 θεωρητικός χαρακτήρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  teoricamente teorico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

teoretica (θηλ.ουσ)
teoreticamente (επίρ.)
teoretico (αρσ. επίθ και ουσ)
teoria (θηλ.ουσ)
teoricamente (επίρ.)
teoricità (θηλ.ουσ)
teorico (ουσ αρσ )
teorico (επίθ.)
teorizzare (ρ. μτβ.)
teorizzazione (θηλ.ουσ)
teosofia (θηλ.ουσ)
teosofico (επίθ.)
teosofo (ουσ αρσ )
tepalo (ουσ αρσ )
tepidario (ουσ αρσ )
tepore (ουσ αρσ )
teppa (θηλ.ουσ)
teppaglia (θηλ.ουσ)
teppismo (ουσ αρσ )
teppista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---