Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tepóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [teˈpore]

1 ζεστασιά
2 θαλπωρή
3 ζέστη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tepidario teppa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

teosofia (θηλ.ουσ)
teosofico (επίθ.)
teosofo (ουσ αρσ )
tepalo (ουσ αρσ )
tepidario (ουσ αρσ )
tepore (ουσ αρσ )
teppa (θηλ.ουσ)
teppaglia (θηλ.ουσ)
teppismo (ουσ αρσ )
teppista (ουσ αρσ και θηλ.)
tequila (θηλ.ουσ)
terapeuta (ουσ αρσ και θηλ.)
terapeutica (θηλ.ουσ)
terapeutico (επίθ.)
terapia (θηλ.ουσ)
terapico (επίθ.)
teratogenesi (θηλ.ουσ)
teratogenetico (επίθ.)
teratogeno (επίθ.)
teratologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---