Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


terapèutica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [teraˈpɛwtika]

θεραπευτική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terapeuta terapeutico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

teppaglia (θηλ.ουσ)
teppismo (ουσ αρσ )
teppista (ουσ αρσ και θηλ.)
tequila (θηλ.ουσ)
terapeuta (ουσ αρσ και θηλ.)
terapeutica (θηλ.ουσ)
terapeutico (επίθ.)
terapia (θηλ.ουσ)
terapico (επίθ.)
teratogenesi (θηλ.ουσ)
teratogenetico (επίθ.)
teratogeno (επίθ.)
teratologia (θηλ.ουσ)
teratologico (επίθ.)
teratoma (ουσ αρσ )
terbio (ουσ αρσ )
terebinto (ουσ αρσ )
terebra (θηλ.ουσ)
terebrante (ουσ αρσ )
terebrante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---