Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


teratogènesi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [teratoˈʤɛnezi]

τερατογένεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terapico teratogenetico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terapeuta (ουσ αρσ και θηλ.)
terapeutica (θηλ.ουσ)
terapeutico (επίθ.)
terapia (θηλ.ουσ)
terapico (επίθ.)
teratogenesi (θηλ.ουσ)
teratogenetico (επίθ.)
teratogeno (επίθ.)
teratologia (θηλ.ουσ)
teratologico (επίθ.)
teratoma (ουσ αρσ )
terbio (ουσ αρσ )
terebinto (ουσ αρσ )
terebra (θηλ.ουσ)
terebrante (ουσ αρσ )
terebrante (επίθ.)
terebrazione (θηλ.ουσ)
teredine (θηλ.ουσ)
Teresa (κύρ.όν. θηλ.)
tergere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---