Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tèrgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛrʤere]

1 βγάζω σκουπίζοντας
2 εξαλείφω
3 σκουπίζω
4 στεγνώνω
5 απλώνω
6 καθαρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Teresa tergicristallo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terebrante (ουσ αρσ )
terebrante (επίθ.)
terebrazione (θηλ.ουσ)
teredine (θηλ.ουσ)
Teresa (κύρ.όν. θηλ.)
tergere (ρ. μτβ.)
tergicristallo (ουσ αρσ )
tergiversare (ρ.αμτβ.)
tergiversatore (ουσ αρσ )
tergiversazione (θηλ.ουσ)
tergo (ουσ αρσ )
terilene (ουσ αρσ )
terital (ουσ αρσ )
termale (επίθ.)
terme (θηλ.ουσ)
termico (επίθ.)
termidoriano (αρσ. επίθ και ουσ)
termidoro (ουσ αρσ )
terminabile (επίθ.)
terminal (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---