Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tergiversazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [terʤiversatˈtsjone]

1 πρόφαση
2 κατσαμάκι
3 πρόσχημα
4 ελιγμός
5 υπεκφυγή
6 επιτήδεια αποφυγή
7 ξεγλίστρημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tergiversatore tergo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Teresa (κύρ.όν. θηλ.)
tergere (ρ. μτβ.)
tergicristallo (ουσ αρσ )
tergiversare (ρ.αμτβ.)
tergiversatore (ουσ αρσ )
tergiversazione (θηλ.ουσ)
tergo (ουσ αρσ )
terilene (ουσ αρσ )
terital (ουσ αρσ )
termale (επίθ.)
terme (θηλ.ουσ)
termico (επίθ.)
termidoriano (αρσ. επίθ και ουσ)
termidoro (ουσ αρσ )
terminabile (επίθ.)
terminal (ουσ αρσ )
terminale (ουσ αρσ )
terminale (επίθ.)
terminare (ρ.αμτβ.)
terminare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---