Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόterminàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [termiˈnare] λήγω terminàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [termiˈnare] τελειώνω, τερματίζω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαverrò non appena avrò terminato = μόλις τελειώνω θα έρθω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |