Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


terminazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [terminatˈtsjone]

1 κατάληξη (γραμματική)
2 τέλος
3 ουρίτσα τυπογραφικού γράμματος (στα serif)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terminatore termine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terminale (επίθ.)
terminare (ρ.αμτβ.)
terminare (ρ. μτβ.)
terminativo (επίθ.)
terminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
terminazione (θηλ.ουσ)
termine (ουσ αρσ )
terminologia (θηλ.ουσ)
termistore (ουσ αρσ )
termitaio (ουσ αρσ )
termite (θηλ.ουσ)
termoanestesia (θηλ.ουσ)
termobarometro (ουσ αρσ )
termocauterio (ουσ αρσ )
termochimica (θηλ.ουσ)
termochimico (επίθ.)
termocinetica (θηλ.ουσ)
termoconvettore (ουσ αρσ )
termocoperta (θηλ.ουσ)
termocoppia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---