Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


terminàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [termiˈnale]

1 τερματικό
2 τερματικό αεροδρομίου
3 ακραίο τμήμα
4 ακροδέκτης
5 τερματικός σταθμός
6 τερματική διάταξη

terminàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [termiˈnale]

1 συμπερασματικός
2 συνοριακός
3 καταληκτικός
4 ακραίος
5 οριακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terminal terminare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

termico (επίθ.)
termidoriano (αρσ. επίθ και ουσ)
termidoro (ουσ αρσ )
terminabile (επίθ.)
terminal (ουσ αρσ )
terminale (ουσ αρσ )
terminale (επίθ.)
terminare (ρ.αμτβ.)
terminare (ρ. μτβ.)
terminativo (επίθ.)
terminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
terminazione (θηλ.ουσ)
termine (ουσ αρσ )
terminologia (θηλ.ουσ)
termistore (ουσ αρσ )
termitaio (ουσ αρσ )
termite (θηλ.ουσ)
termoanestesia (θηλ.ουσ)
termobarometro (ουσ αρσ )
termocauterio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---