Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


termidòro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [termiˈdɔro]

ενδέκατος μήνας γαλλικού δημοκρατικού ημερολογίου (19 Ιουλίου - 17 Αυγούστου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  termidoriano terminabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terital (ουσ αρσ )
termale (επίθ.)
terme (θηλ.ουσ)
termico (επίθ.)
termidoriano (αρσ. επίθ και ουσ)
termidoro (ουσ αρσ )
terminabile (επίθ.)
terminal (ουσ αρσ )
terminale (ουσ αρσ )
terminale (επίθ.)
terminare (ρ.αμτβ.)
terminare (ρ. μτβ.)
terminativo (επίθ.)
terminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
terminazione (θηλ.ουσ)
termine (ουσ αρσ )
terminologia (θηλ.ουσ)
termistore (ουσ αρσ )
termitaio (ουσ αρσ )
termite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---