Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


terminal  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛrminal]

(aereo) ο αερολιμένας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terminabile terminale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terme (θηλ.ουσ)
termico (επίθ.)
termidoriano (αρσ. επίθ και ουσ)
termidoro (ουσ αρσ )
terminabile (επίθ.)
terminal (ουσ αρσ )
terminale (ουσ αρσ )
terminale (επίθ.)
terminare (ρ.αμτβ.)
terminare (ρ. μτβ.)
terminativo (επίθ.)
terminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
terminazione (θηλ.ουσ)
termine (ουσ αρσ )
terminologia (θηλ.ουσ)
termistore (ουσ αρσ )
termitaio (ουσ αρσ )
termite (θηλ.ουσ)
termoanestesia (θηλ.ουσ)
termobarometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---