Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tèrmite, termìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛrmite], [terˈmite]

1 τερμίτης
2 θερμίτης (μείγμα αλουμινίου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  termitaio termoanestesia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terminazione (θηλ.ουσ)
termine (ουσ αρσ )
terminologia (θηλ.ουσ)
termistore (ουσ αρσ )
termitaio (ουσ αρσ )
termite (θηλ.ουσ)
termoanestesia (θηλ.ουσ)
termobarometro (ουσ αρσ )
termocauterio (ουσ αρσ )
termochimica (θηλ.ουσ)
termochimico (επίθ.)
termocinetica (θηλ.ουσ)
termoconvettore (ουσ αρσ )
termocoperta (θηλ.ουσ)
termocoppia (θηλ.ουσ)
termodiffusione (θηλ.ουσ)
termodinamica (θηλ.ουσ)
termodinamico (επίθ.)
termoelemento (ουσ αρσ )
termoelettricità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---