Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


termocautèrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,tɛrmokawˈtɛrjo]

1 θερμοκαυτηρίαση
2 θερμοκαθετηριασμός
3 καυτηρίαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  termobarometro termochimica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

termistore (ουσ αρσ )
termitaio (ουσ αρσ )
termite (θηλ.ουσ)
termoanestesia (θηλ.ουσ)
termobarometro (ουσ αρσ )
termocauterio (ουσ αρσ )
termochimica (θηλ.ουσ)
termochimico (επίθ.)
termocinetica (θηλ.ουσ)
termoconvettore (ουσ αρσ )
termocoperta (θηλ.ουσ)
termocoppia (θηλ.ουσ)
termodiffusione (θηλ.ουσ)
termodinamica (θηλ.ουσ)
termodinamico (επίθ.)
termoelemento (ουσ αρσ )
termoelettricità (θηλ.ουσ)
termoelettrico (επίθ.)
termoelettrone (ουσ αρσ )
termoelettronica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---