Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


termoelettróne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,tɛrmoeletˈtrone]

1 θερμο-ηλεκτρόνιο
2 ηλεκτρόνιο θερμιονικής εκπομπής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  termoelettrico termoelettronica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

termodinamica (θηλ.ουσ)
termodinamico (επίθ.)
termoelemento (ουσ αρσ )
termoelettricità (θηλ.ουσ)
termoelettrico (επίθ.)
termoelettrone (ουσ αρσ )
termoelettronica (θηλ.ουσ)
termoelettronico (επίθ.)
termofilo (επίθ.)
termoformabile (επίθ.)
termoformare (ρ. μτβ.)
termoformatura (θηλ.ουσ)
termoforo (ουσ αρσ )
termogalvanometro (ουσ αρσ )
termogenesi (θηλ.ουσ)
termogenetico (επίθ.)
termogeno (επίθ.)
termografia (θηλ.ουσ)
termografo (ουσ αρσ )
termogramma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---