Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtermografìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [termograˈfia] 1 θερμογράφηση 2 καταγραφή θερμοκρασιών 3 ανίχνευση βλαβών με θερμογράφηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |