Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtermoisolànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,tɛrmoizoˈlante] 1 θερμομονωτικό υλικό 2 θερμομόνωση termoisolànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,tɛrmoizoˈlante] θερμομονωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |