Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


termògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [terˈmɔgrafo]

καταγραφικό όργανο θερμοκρασίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  termografia termogramma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

termogalvanometro (ουσ αρσ )
termogenesi (θηλ.ουσ)
termogenetico (επίθ.)
termogeno (επίθ.)
termografia (θηλ.ουσ)
termografo (ουσ αρσ )
termogramma (ουσ αρσ )
termoindurente (επίθ.)
termoione (ουσ αρσ )
termoionica (θηλ.ουσ)
termoionico (επίθ.)
termoisolante (ουσ αρσ )
termoisolante (επίθ.)
termolabile (επίθ.)
termologia (θηλ.ουσ)
termologico (επίθ.)
termoluminescenza (θηλ.ουσ)
termomagnetico (επίθ.)
termomagnetismo (ουσ αρσ )
termomanometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---