ItalianoGreco


tepidàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tepiˈdarjo]

χώρος με χλιαρό νερό που έκαναν προετοιμασία για το κυρίως λουτρό (αρχαιολογία)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---