Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tepidàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tepiˈdarjo]

χώρος με χλιαρό νερό που έκαναν προετοιμασία για το κυρίως λουτρό (αρχαιολογία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tepalo tepore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

teorizzazione (θηλ.ουσ)
teosofia (θηλ.ουσ)
teosofico (επίθ.)
teosofo (ουσ αρσ )
tepalo (ουσ αρσ )
tepidario (ουσ αρσ )
tepore (ουσ αρσ )
teppa (θηλ.ουσ)
teppaglia (θηλ.ουσ)
teppismo (ουσ αρσ )
teppista (ουσ αρσ και θηλ.)
tequila (θηλ.ουσ)
terapeuta (ουσ αρσ και θηλ.)
terapeutica (θηλ.ουσ)
terapeutico (επίθ.)
terapia (θηλ.ουσ)
terapico (επίθ.)
teratogenesi (θηλ.ουσ)
teratogenetico (επίθ.)
teratogeno (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---