ItalianoGreco


teòrico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [teˈɔriko]

θεωρητικός επιστήμονας

teòrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [teˈɔriko]

1 θεωρητικός
2 ιδανικός
3 αφηρημένος
4 υποθετικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---