Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

slavìsmo (ουσ αρσ ) slittìno (ουσ αρσ )
slavìsta (ουσ αρσ και θηλ.) slògan (ουσ αρσ )
slavìstica (θηλ.ουσ) slogàre (ρ. μτβ.)
slavizzàre (ρ. μτβ.) slogarsi (ρ.μ. (αντων.))
slavizzazióne (θηλ.ουσ) slogàto (επίθ.)
slàvo (ουσ αρσ ) slogatùra (θηλ.ουσ)
slàvo (επίθ.) sloggiàre (ρ.αμτβ.)
slavofilìsmo (ουσ αρσ ) sloggiàre (ρ. μτβ.)
slavòfilo (αρσ. επίθ και ουσ) slombàre (ρ. μτβ.)
slavòfobo (αρσ. επίθ και ουσ) slombàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
sleàle (επίθ.) slombàto (επίθ.)
slealménte (επίρ.) Slovàcchia (κύρ.όν. θηλ.)
slealtà (θηλ.ουσ) slovàcco (ουσ αρσ )
sleeping–car (θηλ.ουσ) slovàcco (επίθ.)
slegaménto (ουσ αρσ ) Slovènia (κύρ.όν. θηλ.)
slegàre (ρ. μτβ.) slovèno (ουσ αρσ )
slegarsi (ρ.μ. (αντων.)) slovèno (επίθ.)
slegàto (επίθ.) slow (ουσ αρσ )
slegatùra (θηλ.ουσ) smaccàto (επίθ.)
Slèsia (κύρ.όν. θηλ.) smacchiàre (ρ. μτβ.)
slip (ουσ αρσ πληθ.) smacchiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
slìtta (θηλ.ουσ) smacchiatùra (θηλ.ουσ)
slittaménto (ουσ αρσ ) smàcco (ουσ αρσ )
slittàre (ρ.αμτβ.) smagàto (επίθ.)
slittàta (θηλ.ουσ) smagliànte (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: