ItalianoGreco


slegatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zlegaˈtura]

1 αποσύνδεση
2 ασυνέχεια
3 ανακολουθία
4 ασυνέπεια
5 ασυναρτησία
6 μποσικάδα
7 λύση
8 λύσιμο
9 ξέζεμα
10 ελευθεριότητα
11 ξελασκάρισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---