Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


slittàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zlitˈtata]

1 ολίσθηση
2 γλίστρημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  slittare slittino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Slesia (κύρ.όν. θηλ.)
slip (ουσ αρσ πληθ.)
slitta (θηλ.ουσ)
slittamento (ουσ αρσ )
slittare (ρ.αμτβ.)
slittata (θηλ.ουσ)
slittino (ουσ αρσ )
slogan (ουσ αρσ )
slogare (ρ. μτβ.)
slogarsi (ρ.μ. (αντων.))
slogato (επίθ.)
slogatura (θηλ.ουσ)
sloggiare (ρ.αμτβ.)
sloggiare (ρ. μτβ.)
slombare (ρ. μτβ.)
slombarsi (ρ. μ. αμτβ.)
slombato (επίθ.)
Slovacchia (κύρ.όν. θηλ.)
slovacco (ουσ αρσ )
slovacco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---