Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Slovàcchia
κύριο όνομα θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zloˈvakkja]

Σλοβακία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  slombato slovacco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sloggiare (ρ.αμτβ.)
sloggiare (ρ. μτβ.)
slombare (ρ. μτβ.)
slombarsi (ρ. μ. αμτβ.)
slombato (επίθ.)
Slovacchia (κύρ.όν. θηλ.)
slovacco (ουσ αρσ )
slovacco (επίθ.)
Slovenia (κύρ.όν. θηλ.)
sloveno (ουσ αρσ )
sloveno (επίθ.)
slow (ουσ αρσ )
smaccato (επίθ.)
smacchiare (ρ. μτβ.)
smacchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
smacchiatura (θηλ.ουσ)
smacco (ουσ αρσ )
smagato (επίθ.)
smagliante (επίθ.)
smagliare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---