Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smaccàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zmakˈkato]

1 που προκαλεί μπούχτισμα
2 που προκαλεί κόρο
3 νοσηρός
4 αηδιαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  slow smacchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

slovacco (επίθ.)
Slovenia (κύρ.όν. θηλ.)
sloveno (ουσ αρσ )
sloveno (επίθ.)
slow (ουσ αρσ )
smaccato (επίθ.)
smacchiare (ρ. μτβ.)
smacchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
smacchiatura (θηλ.ουσ)
smacco (ουσ αρσ )
smagato (επίθ.)
smagliante (επίθ.)
smagliare (ρ. μτβ.)
smagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smagliatura (θηλ.ουσ)
smagnetizzare (ρ. μτβ.)
smagnetizzatore (ουσ αρσ )
smagnetizzazione (θηλ.ουσ)
smagrire (ρ.αμτβ.)
smagrire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---