ItalianoGreco


smagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zmaʎˈʎare]

1 ξηλώνω (κάλτσα)
2 σπάζω κρίκους αλυσίδας
3 καθαρίζω και ξεμπλέκω δίχτυα

smagliàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zmaʎˈʎarsi]

1 αποκτώ ραγάδες (για επιδερμίδα)
2 μου φεύγουν πόντοι (κάλτσας)
3 ξηλώνομαι (για κάλτσες)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---