Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zmaʎˈʎare]

1 ξηλώνω (κάλτσα)
2 σπάζω κρίκους αλυσίδας
3 καθαρίζω και ξεμπλέκω δίχτυα

smagliàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zmaʎˈʎarsi]

1 αποκτώ ραγάδες (για επιδερμίδα)
2 μου φεύγουν πόντοι (κάλτσας)
3 ξηλώνομαι (για κάλτσες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smagliante smagliatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smacchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
smacchiatura (θηλ.ουσ)
smacco (ουσ αρσ )
smagato (επίθ.)
smagliante (επίθ.)
smagliare (ρ. μτβ.)
smagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smagliatura (θηλ.ουσ)
smagnetizzare (ρ. μτβ.)
smagnetizzatore (ουσ αρσ )
smagnetizzazione (θηλ.ουσ)
smagrire (ρ.αμτβ.)
smagrire (ρ. μτβ.)
smaliziare (ρ. μτβ.)
smaliziarsi (ρ.μ. (αντων.))
smaliziato (επίθ.)
smallare (ρ. μτβ.)
smaltare (ρ. μτβ.)
smaltato (επίθ.)
smaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---