Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmaliziàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zmalitˈtsjare] 1 πονηρεύω κάποιον 2 οξύνω το πνεύμα κάποιου smaliziarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [zmalitˈtsjarsi] γίνομαι πονηρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |