Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sloggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zlodˈʤare]

1 ξενιτεύομαι
2 αποδημώ
3 μετοικίζω
4 μετατίθεμαι
5 μετοικώ

sloggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zlodˈʤare]

1 πετώ έξω
2 εκβάλλω
3 εγκαθιστώ ανθρώπους σε άλλον τόπο
4 εκτοπίζω
5 διώχνω
6 εκδιώκω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  slogatura slombare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

slogan (ουσ αρσ )
slogare (ρ. μτβ.)
slogarsi (ρ.μ. (αντων.))
slogato (επίθ.)
slogatura (θηλ.ουσ)
sloggiare (ρ.αμτβ.)
sloggiare (ρ. μτβ.)
slombare (ρ. μτβ.)
slombarsi (ρ. μ. αμτβ.)
slombato (επίθ.)
Slovacchia (κύρ.όν. θηλ.)
slovacco (ουσ αρσ )
slovacco (επίθ.)
Slovenia (κύρ.όν. θηλ.)
sloveno (ουσ αρσ )
sloveno (επίθ.)
slow (ουσ αρσ )
smaccato (επίθ.)
smacchiare (ρ. μτβ.)
smacchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---