Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


slavofilìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zlavofiˈlizmo]

σλαβοφιλία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  slavo slavofilo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

slavistica (θηλ.ουσ)
slavizzare (ρ. μτβ.)
slavizzazione (θηλ.ουσ)
slavo (ουσ αρσ )
slavo (επίθ.)
slavofilismo (ουσ αρσ )
slavofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
slavofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
sleale (επίθ.)
slealmente (επίρ.)
slealtà (θηλ.ουσ)
sleeping–car (θηλ.ουσ)
slegamento (ουσ αρσ )
slegare (ρ. μτβ.)
slegarsi (ρ.μ. (αντων.))
slegato (επίθ.)
slegatura (θηλ.ουσ)
Slesia (κύρ.όν. θηλ.)
slip (ουσ αρσ πληθ.)
slitta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---