Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crìcchio (ουσ αρσ ) criochirurgico (επίθ.)
crìcco (ουσ αρσ ) criochirurgo (ουσ αρσ )
cricèto, cricéto (ουσ αρσ ) criogenìa (θηλ.ουσ)
crimenlèse (ουσ αρσ ) criògeno (επίθ.)
criminàle (ουσ αρσ και θηλ.) criolìte (θηλ.ουσ)
criminàle (επίθ.) criometrìa (θηλ.ουσ)
criminalìsta (ουσ αρσ και θηλ.) criomètrico (επίθ.)
criminalità (θηλ.ουσ) criòmetro (ουσ αρσ )
criminalizzàre (ρ. μτβ.) criopatìa (θηλ.ουσ)
criminalizzazióne (θηλ.ουσ) crioscopìa (θηλ.ουσ)
crìmine (ουσ αρσ ) crioscòpico (επίθ.)
criminologìa (θηλ.ουσ) crioscòpio (ουσ αρσ )
criminòlogo (ουσ αρσ ) criosónda (θηλ.ουσ)
criminosità (θηλ.ουσ) criòstato (ουσ αρσ )
criminóso (επίθ.) crioterapìa (θηλ.ουσ)
crinàle (ουσ αρσ ) crìpta (θηλ.ουσ)
crìne (ουσ αρσ ) crìptico (επίθ.)
crinièra (θηλ.ουσ) crìpto (ουσ αρσ )
crinìto (επίθ.) criptocomunìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
crinòidi (ουσ αρσ πληθ.) criptogenètico (επίθ.)
crinolìna (θηλ.ουσ) criptografìa (θηλ.ουσ)
crioanestesìa (θηλ.ουσ) crìpton (ουσ αρσ )
criobiologìa (θηλ.ουσ) crisàlide (θηλ.ουσ)
criochìmica (θηλ.ουσ) crisantèmo (ουσ αρσ )
criochirurgìa (θηλ.ουσ) criselefantìno (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: