Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pùtrido (ουσ αρσ ) quadernàrio (επίθ.)
pùtrido (επίθ.) quadèrno (ουσ αρσ )
putridùme (ουσ αρσ ) quadragenàrio (ουσ αρσ )
putsch (ουσ αρσ ) quadragenàrio (επίθ.)
puttàna (θηλ.ουσ) quadragèsimo (ουσ αρσ )
puttaneggiàre (ρ.αμτβ.) quadragèsimo (επίθ.)
puttanésco (επίθ.) quadrangolàre (αρσ. επίθ και ουσ)
puttanière (ουσ αρσ ) quadràngolo (ουσ αρσ )
pùtto (ουσ αρσ ) quadràngolo (επίθ.)
pùzza (θηλ.ουσ) quadrantàle (επίθ.)
puzzacchiàre (ρ.αμτβ.) quadrànte (ουσ αρσ )
puzzàre (ρ.αμτβ.) quadràre (ρ.αμτβ.)
pùzzo (ουσ αρσ ) quadràtico (επίθ.)
pùzzola (θηλ.ουσ) quadràto (ουσ αρσ )
puzzolènte (επίθ.) quadràto (επίθ.)
puzzolenteménte (επίρ.) quadratùra (θηλ.ουσ)
puzzonàta (θηλ.ουσ) quadrellatùra (θηλ.ουσ)
puzzóne (ουσ αρσ ) quadrèllo (ουσ αρσ )
qua (επίρ.) quadrerìa (θηλ.ουσ)
quàcchera (θηλ.ουσ) quadrettàre (ρ. μτβ.)
quaccherìsmo (ουσ αρσ ) quadrettàto (αρσ. επίθ και ουσ)
quàcchero (αρσ. επίθ και ουσ) quadrettatùra (θηλ.ουσ)
quàcquera (θηλ.ουσ) quadrétto (ουσ αρσ )
quacquerìsmo (ουσ αρσ ) quàdrica (θηλ.ουσ)
quadernàrio (ουσ αρσ ) quadricìpite (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: