Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oggettivàre (ρ. μτβ.) òhmetro (ουσ αρσ )
oggettivazióne (θηλ.ουσ) òhmico (επίθ.)
oggettivìsmo (ουσ αρσ ) òhmmetro (ουσ αρσ )
oggettivìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) oibò (επιφ.)
oggettivìstico (επίθ.) oìdio (ουσ αρσ )
oggettività (θηλ.ουσ) okàpi (ουσ αρσ )
oggettìvo (επίθ.) okay (επίρ.)
oggètto (ουσ αρσ ) olà (επιφ.)
oggettuàle (επίθ.) olànda (θηλ.ουσ)
òggi (ουσ αρσ ) olandése (ουσ αρσ )
òggi (επίρ.) olandése (θηλ.ουσ)
oggidì (ουσ αρσ ) olandése (επίθ.)
oggigiórno (επίρ.) oleàceo (επίθ.)
ogìva (θηλ.ουσ) oleaginóso (επίθ.)
ogivàle (επίθ.) oleàndro (ουσ αρσ )
ógni (οριστ. επίθ.) oleàrio (επίθ.)
ogniqualvòlta (σύνδ.) oleàstro (ουσ αρσ )
ognissànti (ουσ αρσ ) oleàto (ουσ αρσ )
ognóra (επίρ.) oleàto (επίθ.)
ognùno (αντων.) olecràno, olècrano (ουσ αρσ )
òh, óh (επιφ.) olefìna (θηλ.ουσ)
ohe, ohé (επιφ.) olefìnico (επίθ.)
òhi (επιφ.) olèico (επίθ.)
ohimè (επιφ.) oleicoltóre (ουσ αρσ )
òhm (ουσ αρσ ) oleicoltùra (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: