Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oleàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oleˈato]

ελαὶκός εστέρας ή άλας

oleàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oleˈato]

λαδωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oleastro olecrano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oleaceo (επίθ.)
oleaginoso (επίθ.)
oleandro (ουσ αρσ )
oleario (επίθ.)
oleastro (ουσ αρσ )
oleato (ουσ αρσ )
oleato (επίθ.)
olecrano (ουσ αρσ )
olefina (θηλ.ουσ)
olefinico (επίθ.)
oleico (επίθ.)
oleicoltore (ουσ αρσ )
oleicoltura (θηλ.ουσ)
oleifero (επίθ.)
oleificio (ουσ αρσ )
oleina (θηλ.ουσ)
oleochimica (θηλ.ουσ)
oleodotto (ουσ αρσ )
oleografia (θηλ.ουσ)
oleografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---