Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oleàceo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oleˈaʧeo]

1 περιέχων λάδι
2 λαδωμένος
3 λιπαρός
4 ελαιώδης
5 λαδερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  olandese oleaginoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

olà (επιφ.)
olanda (θηλ.ουσ)
olandese (ουσ αρσ )
olandese (θηλ.ουσ)
olandese (επίθ.)
oleaceo (επίθ.)
oleaginoso (επίθ.)
oleandro (ουσ αρσ )
oleario (επίθ.)
oleastro (ουσ αρσ )
oleato (ουσ αρσ )
oleato (επίθ.)
olecrano (ουσ αρσ )
olefina (θηλ.ουσ)
olefinico (επίθ.)
oleico (επίθ.)
oleicoltore (ουσ αρσ )
oleicoltura (θηλ.ουσ)
oleifero (επίθ.)
oleificio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---