Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


olànda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oˈlanda]

η Ολλανδία, οι Κάτω Χώρες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  olà olandese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oibò (επιφ.)
oidio (ουσ αρσ )
okapi (ουσ αρσ )
okay (επίρ.)
olà (επιφ.)
olanda (θηλ.ουσ)
olandese (ουσ αρσ )
olandese (θηλ.ουσ)
olandese (επίθ.)
oleaceo (επίθ.)
oleaginoso (επίθ.)
oleandro (ουσ αρσ )
oleario (επίθ.)
oleastro (ουσ αρσ )
oleato (ουσ αρσ )
oleato (επίθ.)
olecrano (ουσ αρσ )
olefina (θηλ.ουσ)
olefinico (επίθ.)
oleico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---