Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òhm  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔm]

μονάδα ηλεκτρικής αντίστασης (ομ ή ώμ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ohimè ohmetro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ognuno (αντων.)
oh (επιφ.)
ohe, ohé (επιφ.)
ohi (επιφ.)
ohimè (επιφ.)
ohm (ουσ αρσ )
ohmetro (ουσ αρσ )
ohmico (επίθ.)
ohmmetro (ουσ αρσ )
oibò (επιφ.)
oidio (ουσ αρσ )
okapi (ουσ αρσ )
okay (επίρ.)
olà (επιφ.)
olanda (θηλ.ουσ)
olandese (ουσ αρσ )
olandese (θηλ.ουσ)
olandese (επίθ.)
oleaceo (επίθ.)
oleaginoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---