Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

curatìvo (επίθ.) curùle (θηλ. επίθ και ουσ)
curàto (ουσ αρσ ) cùrva (θηλ.ουσ)
curatóre (ουσ αρσ ) curvàbile (επίθ.)
cùrcas (ουσ αρσ ) curvàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
curculióne (ουσ αρσ ) curvàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
cùrcuma (θηλ.ουσ) curvatrìce (θηλ.ουσ)
curcumìna (θηλ.ουσ) curvatùra (θηλ.ουσ)
cùrdo (ουσ αρσ ) curvilìneo (αρσ. επίθ και ουσ)
cùrdo (επίθ.) curvìmetro (ουσ αρσ )
cùria (θηλ.ουσ) cùrvo (αρσ. επίθ και ουσ)
curiàle (αρσ. επίθ και ουσ) cuscinétto (ουσ αρσ )
curialésco (επίθ.) cuscìno (ουσ αρσ )
curiàto (επίθ.) cuscùs (ουσ αρσ )
curie (ουσ αρσ ) cùscuta, cuscùta (θηλ.ουσ)
curiosàggine (θηλ.ουσ) cuspidàle (επίθ.)
curiosaménte (επίρ.) cuspidàto (επίθ.)
curiosàre (ρ.αμτβ.) cùspide (θηλ.ουσ)
curiosità (θηλ.ουσ) custòde (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
curióso (ουσ αρσ ) custòdia (θηλ.ουσ)
curióso (επίθ.) custodìre (ρ. μτβ.)
currìcolo (ουσ αρσ ) custodirsi (ρ.μ. (αντων.))
currìculum (ουσ αρσ ) cutàneo (επίθ.)
cùrro (ουσ αρσ ) cùte (θηλ.ουσ)
curry (ουσ αρσ ) cuticàgna (θηλ.ουσ)
cursóre (ουσ αρσ ) cutìcola (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: