ItalianoGreco


curvatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kurvaˈtura]

1 καμπύλωση
2 κυρτότητα
3 ύφαλα πλοίου
4 κάμψη
5 κύρτωση πτερυγίου αεροσκάφους
6 κύρτωση ελαφριά
7 καμπυλότητα
8 κλίση τροχών αυτοκινήτου
9 πλατειά απαλή καμπύλη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---